Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „herumpröbeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

herum|pröbeln [-ˈ-prøːbəln] VERB αμετάβ CH

herumpröbeln s. experimentieren

Βλέπε και: experimentieren

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "herumpröbeln" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский