Γερμανικά » Ελληνικά

II . hängen <hängt, hing, gehangen> [ˈhɛŋən] VERB μεταβ <hängt, hängte, gehängt>

2. hängen (hinrichten):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gehangen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский