Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Occasion“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Occasion <-, -en> [ɔkaˈzjoːn] SUBST θηλ CH

Occasion s. Gelegenheit

Βλέπε και: Gelegenheit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

"Occasion" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский