Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Mahnbrief“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Mahnbrief <-(e)s, -e> SUBST αρσ ΝΟΜ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Mögliche Einwände der gemahnten Kunden würden häufig nicht inhaltlich, sondern mit weiteren Mahnbriefen beantwortet, die erneute Kosten verursachen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Mahnbrief" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский